κίκκασος

κίκκασος
κίκκασος· ὀβολοῦ ὄνομα, Phot.; but ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα, Hsch.; cf. κίγκασος. [full] κίκκη· συνουσία, κτλ., Id. [full] κικκίδαι· μινδῶνς . . , Id. [full] κικκιλόνδις· παιδὸς ἀφόδευμα, Id. [full] κικκός· ἀλεκτρυών, κλέπτης, διαχώρησις, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κίκκασος — (Α) 1. (κατά τον Φώτ.) «ὀβολοῡ ὄνομα» 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» ο δύσοσμος ιδρώτας από την εσωτερική πλευρά τών μηρών β) «βόλου ὄνομα» ονομασία ζαριάς, τεχνικός όρος τής κυβευτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

  • κίκκη — κίκκη, ἡ (Α) (Ησύχ.) 1. η συνουσία 2. η δυσοσμία τών γεννητικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. σύνδεση με κίκκασος «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”