- κίκκασος
- κίκκασος· ὀβολοῦ ὄνομα, Phot.; but ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα, Hsch.; cf. κίγκασος. [full] κίκκη· συνουσία, κτλ., Id. [full] κικκίδαι· μινδῶνς . . , Id. [full] κικκιλόνδις· παιδὸς ἀφόδευμα, Id. [full] κικκός· ἀλεκτρυών, κλέπτης, διαχώρησις, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.